- ἰσομεγέθεις
- ἰσομεγέθηςequal in sizemasc/fem acc plἰσομεγέθηςequal in sizemasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λαις — Είδος πετρώματος. Βλ. λ. λες. * * * και λες, το γεωλ. ανοιχτοκίτρινο ιζηματογενές πέτρωμα, τού οποίου οι κόκκοι είναι ισομεγέθεις με τους κόκκους τής ιλύος και είναι χαλαρά συγκολλημένοι με ανθρακικό ασβέστιο, αλλ. άσβεστούχος πηλός. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
ακρόσπερμο — Γένος μυκήτων που απαντά σε νεκρά φυτικά μόρια. Οι καρποί τους ανυψώνονται κατακόρυφα και στην άκρη τους σχηματίζουν σχισμή, απ’ όπου βγαίνουν οι σπόροι σαν λευκή μάζα. Οι μύκητες αυτοί έχουν σωληνοειδείς ασκούς και οι σπόροι τους είναι… … Dictionary of Greek
ισοδομία — η τέχνη κτισίματος με ισομεγέθεις λίθους βαλμένους σε σειρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισομεγέθης, -ης, ισομέγεθες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει το ίδιο μέγεθος με κάποιον άλλο: Ισομεγέθη ποσά. – Ισομεγέθεις λίθοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισόδομος, -η — ο αυτός που είναι κτισμένος με ισομεγέθεις λίθους σε αλλεπάλληλες σειρές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κιονοστοιχία — η σειρά από ισομεγέθεις κολόνες και σε ίσες αποστάσεις η μία από την άλλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)